πλεοτιμία

πλεοτιμία
ἡ, Α
η αύξηση τών τιμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + -τιμία (< -τιμος < τιμή), πρβλ. ισο-τιμία, ομο-τιμία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”